'μπολαῖε

'μπολαῖε
ἐμπολαῖε , ἐμπολαῖος
of
masc voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • εμπολαίος — ἐμπολαῑος, α, ον (AM) (ως επίθ. τού Ερμή) αυτός που ανήκει στο εμπόριο ή τό προστατεύει (α. «Ἐρμᾱ μπολαῑε», Αριστοφ. β. «ἐμπορευτικὸς καὶ ἐμπολαῑος καὶ κερδῷος», Ευστάθ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”